υπηρετώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υπηρετώ < αρχαία ελληνική ὑπηρετῶ < ὑπηρέτης

υπηρετώ

  • είμαι δούλος σε κάποιον, κάνω δουλειές για κάποιον

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]