υποβόσκω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: υποφώσκω

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υποβόσκω < αρχαία ελληνική ὑποβόσκομαι (μεσοπαθητικός τύπος, που χρησιμοποιείτο αποκλειστικά στο γ' πρόσωπο ενεστώτα και παρατατικού)

υποβόσκω (μεταφορικά)

  1. υπάρχω χωρίς να γίνεται φανερή η παρουσία μου, υφέρπω, βρίσκομαι σε λανθάνουσα κατάσταση
    π.χ. παρά την ψυχραιμία, υποβόσκει η αγωνία για τα αποτελέσματα
  2. κάτι αρνητικό, που αυξάνεται ή δυναμώνει υπογείως (ύπουλα)

Σημειώσεις

[επεξεργασία]
  • Η κυριολεκτική χρήση (που σημαίνει τρώω κρυφά) απαντάται στην αρχαία ελληνική, ενώ η νεοελληνική γλώσσα -που επίσης χρησιμοποιεί τη λέξη μόνο στο γ' πρόσωπο- γνωρίζει αποκλειστικά τη μεταφορική έννοια.
  • Δεν πρέπει να συγχέεται με το υποφώσκω, που σημαίνει αχνοφέγγω.

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]