υπολειμματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υπολειμματικός < υπόλειμμα
Επίθετο
[επεξεργασία]υπολειμματικός, -ή, -ό
- σχετικός με ένα υπόλειμμα
- (λογιστική) υπολειμματική αξία: (συνήθως για πάγιο) η αξία πώλησης για ανακύκλωση ενός άχρηστου περιουσιακού στοιχείου