υποπροϊόν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υποπροϊόν < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υποπροϊόν ουδέτερο
- προϊόν που παράγεται σαν παράγωγο κάποιου άλλου, λόγω της κατασκευής ενός άλλου, π.χ. ο ορός γάλακτος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υποπροϊόν
|