υποχρεώνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
υποχρεώνω < υπόχρεος + -ώνω (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική obliger)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.po.xɾeˈo.no/

υποχρεώνω (παθητική φωνή: υποχρεώνομαι, (λόγιο) υποχρεούμαι)

  1. εξαναγκάζω, επιβάλλω
  2. δεσμεύω
  3. κάνω σε κάποιον μια χάρη ή εκδούλευση κι αυτός αισθάνεται ευγνωμοσύνη και την ανάγκη να μου το ξεπληρώσει

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]