υφαντής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | υφαντής | οι | υφαντές |
γενική | του | υφαντή | των | υφαντών |
αιτιατική | τον | υφαντή | τους | υφαντές |
κλητική | υφαντή | υφαντές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υφαντής < αρχαία ελληνική ὑφάντης
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υφαντής αρσενικό (θηλυκό: υφάντρια & υφάντρα)
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη υφαίνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κλιτικός τύπος επιθέτου
[επεξεργασία]υφαντής