υφυπουργός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- υφυπουργός < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]υφυπουργός αρσενικό ή θηλυκό
- το μέλος της κυβέρνησης που υπηρετεί υπό έναν υπουργό και έχει την ευθύνη ενός υφυπουργείου
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] υφυπουργός