φίρμα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φίρμα | οι | φίρμες |
γενική | της | φίρμας | των | φιρμών |
αιτιατική | τη | φίρμα | τις | φίρμες |
κλητική | φίρμα | φίρμες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φίρμα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φίρμα θηλυκό
- ονομασία εμπορικής ή βιομηχανικής εταιρείας, ιδιαίτερα αυτή που είναι ευρύτερα γνωστή
- γνωστός και ακριβοπληρωμένος τραγουδιστής, ηθοποιός ή κάποιος διάσημος σε οποιονδήποτε άλλο επαγγελματικό τομέα
- επωνυμία επιχείρησης, μάρκα
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- (μας) το παίζει φίρμα: έχε πολύ μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και φέρεται υπεροπτικά
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φίρμα
|