φαλαγγομαχέω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]φαλαγγομαχέω-φαλαγγομαχῶ
- μάχομαι μέσα σε φάλαγγα, μάχομαι ως οπλίτης του αρχαίου ελληνικού στρατού
- (κατ’ επέκταση) μάχομαι μαζί με άλλους