φαντάρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φαντάρος οι φαντάροι
      γενική του φαντάρου των φαντάρων
    αιτιατική τον φαντάρο τους φαντάρους
     κλητική φαντάρε φαντάροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φαντάρος < φάντ(ης) + -άρος < ιταλική fante < ισπανική infante < λατινική infans

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φαντάρος αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]