φαντασμένος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φαντασμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου φαντάζομαι
Μετοχή
[επεξεργασία]φαντασμένος, -η, -ο
- που έχει αδικαιολόγητα μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του και υποτιμά τους άλλους