φαρμάττω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φαρμάττω < φάρμακον

φαρμάττω- αττικός τύπος του φαρμάσσω

  1. θεραπεύω με φάρμακα
  2. κάνω μάγια
  3. χρωματίζω
  4. σκληραίνω, στερεοποιώ
  5. (μεταφορικά) καλοπιάνω με κολακείες
  6. δηλητηριάζω
  7. (για φαγητό) αρτύω, καρυκεύω

Συγγενικά

[επεξεργασία]