φαρμακεύτρια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φαρμακεύτρια < φαρμακευτής + -τρια
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φαρμακεύτρια θηλυκό
- αυτή που δηλητηρίασε κάποιον
φαρμακεύτρια θηλυκό