φαρμακώδης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φαρμακώδης < αρχαία ελληνική φαρμακώδης
Επίθετο
[επεξεργασία]φαρμακώδης
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φαρμακώδης
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]φαρμακώδης
- που έχει τον χαρακτήτα του φαρμάκου
- θεραπευτικός
- δηλητηριώδης
- (για τόπους) πλούσιος σε φαρμακευτικά βότανα
Αναφορές
[επεξεργασία]- Henry Liddell - Robert Scott, A Greek English Lexicon, 7th Edition, 1883