φατριαστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φατριαστής < φατριάζ(ω) + -τής
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fa.tɾi.aˈstis/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φατριαστής αρσενικό
- αυτός που είναι ενταγμένος σε φατρίες ή ανακατεύεται μ’ αυτές
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη φατρία
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φατριαστής