φεουδοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φεουδοποίηση | οι | φεουδοποιήσεις |
γενική | της | φεουδοποίησης* | των | φεουδοποιήσεων |
αιτιατική | τη | φεουδοποίηση | τις | φεουδοποιήσεις |
κλητική | φεουδοποίηση | φεουδοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, φεουδοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φεουδοποίηση < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φεουδοποίηση θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φεουδοποίηση
|