φερέοικος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]φερέοικος -η -ο
- που κουβαλάει το σπίτι του, ο περιπλανώμενος
- που έχει κέλυφος ή καβούκι, ιδίως για το σαλιγκάρι
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φερέοικος
|