φερέπονος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φερέπονος < φέρω και πόνος

Επίθετο

[επεξεργασία]

φερέπονος, ος, ον

  1. ο πολύ κοπιαστικός ή ο πολύ στενόχωρος
  2. εκείνος που αντέχει τον πολύ κόπο (φιλόπονος) ή τις στενοχώριες, τα βάσανα (στωϊκός)