φετίτσα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φετίτσα | οι | φετίτσες |
γενική | της | φετίτσας | — | |
αιτιατική | τη | φετίτσα | τις | φετίτσες |
κλητική | φετίτσα | φετίτσες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φετίτσα < φέτα + υποκοριστικό επίθημα -ίτσα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φετίτσα θηλυκό
- υποκοριστικό του φέτα
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φετίτσα
|