φιδοσέρνομαι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φιδοσέρνομαι < φίδι + σέρνομαι

φιδοσέρνομαι

  • έρπω σαν το φίδι, με πολλούς ελιγμούς
    ένας στενός χωματόδρομος φιδοσέρνεται και οδηγεί τελικά στο μοναστήρι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]