φιλοκέρδεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φιλοκέρδεια | οι | φιλοκέρδειες |
γενική | της | φιλοκέρδειας | των | φιλοκερδειών |
αιτιατική | τη | φιλοκέρδεια | τις | φιλοκέρδειες |
κλητική | φιλοκέρδεια | φιλοκέρδειες | ||
Ο πληθυντικός είναι δύσχρηστος | ||||
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φιλοκέρδεια < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φιλοκέρδεια θηλυκό
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φιλοκέρδεια
|