φιλοφρόνηση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: φιλοφροσύνη
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φιλοφρόνηση οι φιλοφρονήσεις
      γενική της φιλοφρόνησης* των φιλοφρονήσεων
    αιτιατική τη φιλοφρόνηση τις φιλοφρονήσεις
     κλητική φιλοφρόνηση φιλοφρονήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φιλοφρονήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φιλοφρόνηση < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φιλοφρόνησις < αρχαία ελληνική φιλοφρονέομαι < φίλος + φρονέω

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fi.loˈfɾo.ni.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φι‐λο‐φρό‐νη‐ση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φιλοφρόνηση θηλυκό

  1. η ευγενική συμπεριφορά
  2. ο επαινετικός λόγος, το κοπλιμέντο, η κολακεία

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]