φιλόκαλος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φιλόκαλος < αρχαία ελληνική φιλόκαλος < φίλος + καλός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fiˈlo.ka.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φι‐λό‐κα‐λος
Επίθετο
[επεξεργασία]φιλόκαλος, -η, -ο
- που αγαπά το ωραίο, το όμορφο, το καλό. Παλιότερα εννοείτο ότι αγαπούσε και το σωστό ή (στην αρχαιότητα) και τις τιμές
- ※ καὶ ὅτι ἕκαστον ἔτος παρερχόμενον προστίθησι καὶ μίαν ῥυτίδα εἰς τὰ ῥόδα τοῦ προσώπου των, ἀφαιρεῖ δὲ καὶ ἕνα ὀδόντα ἢ ἕνα βόστρυχον ἐκ τῆς ὡραίας κόμης των ἢ καὶ, ἔστω, ἐκ τῆς ὡραίας καὶ φιλοκάλου… φενάκης των. (Κωνσταντίνος Σκόκος, «Ο αλάνθαστος και αψευδής Καζαμίας του 1886», στο Γελοιογραφικόν Ημερολόγιον του Έτους 1886)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φιλόκαλος
|