φλόμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φλόμος | οι | φλόμοι |
γενική | του | φλόμου | των | φλόμων |
αιτιατική | τον | φλόμο | τους | φλόμους |
κλητική | φλόμε | φλόμοι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φλόμος < ελληνιστική κοινή φλόμος (αρσενικό) < αρχαία ελληνική φλόμος (θηλυκό)
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈflo.mos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φλό‐μος
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φλόμος αρσενικό ή θηλυκό
- (φυτό) φυτό (Euphorbia characias) με ναρκωτικές ιδιότητες καθώς και η ναρκωτική ουσία που βγαίνει απ’ αυτό
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φλόμος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)