φοιτητικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φοιτητικός < φοιτητ(-ής) + -ικός
Επίθετο
[επεξεργασία]φοιτητικός,ή,ό
- σχετικός με φοιτητές
- τα φοιτητικά χρόνια, οι φοιτητικές φιλίες, ανησυχίες, πρωτοβουλίες, οι φοιτητικοί αγώνες, το φοιτητικό κίνημα