φορεῖον

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φορεῖον< φορά < φέρω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φορεῖον ουδέτερο

  1. το μέσο μεταφοράς
  2. μισθός μεταφορέα ή πορτιέρη