φοροελάφρυνση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φοροελάφρυνση οι φοροελαφρύνσεις
      γενική της φοροελάφρυνσης* των φοροελαφρύνσεων
    αιτιατική τη φοροελάφρυνση τις φοροελαφρύνσεις
     κλητική φοροελάφρυνση φοροελαφρύνσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, φοροελαφρύνσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φοροελάφρυνση < φόρος + -ο- + ελάφρυνση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fo.ɾo.eˈla.fɾin.si/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φοροελάφρυνση θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]