φορολοταρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η φορολοταρία οι φορολοταρίες
      γενική της φορολοταρίας των φορολοταριών
    αιτιατική τη φορολοταρία τις φορολοταρίες
     κλητική φορολοταρία φορολοταρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φορολοταρία < φόρος + -ο- + λοταρία

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fo.ɾo.lo.taˈɾi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φο‐ρο‐λο‐τα‐ρί‐α

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φορολοταρία θηλυκό

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]