φουντωτός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φουντωτός < φουντώ(νω) + -τός [1][2]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fun.doˈtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φου‐ντω‐τός
Επίθετο
[επεξεργασία]φουντωτός, -ή, -ό
- που μοιάζει με φούντα, που έχει το σχήμα της
- (βοτανική) που έχει πυκνό και πλούσιο φύλλωμα
- ↪ ένας φουντωτός βασιλικός στη γλάστρα
- ≈ συνώνυμα: πυκνόφυλλος
- που έχει όγκο
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- λήγουν σε -φουντωτός - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ φουντωτός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «φούντα» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.