φούρνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φούρνος οι φούρνοι
      γενική του φούρνου των φούρνων
    αιτιατική τον φούρνο τους φούρνους
     κλητική φούρνε φούρνοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φούρνος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή φοῦρνος < λατινική furnus < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷʰer- (θερμός)
Ένας σύγχρονος ηλεκτρικός φούρνος κουζίνας.
Διάφορα προϊόντα φούρνου.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈfuɾ.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φούρ‐νος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φούρνος αρσενικό

  1. η κατασκευή ή συσκευή που περιλαμβάνει ένα χώρο, μέσα στον οποίο μπορούν να αναπτυχθούν πολύ υψηλές θερμοκρασίες για το ψήσιμο κεραμικών ή ψωμιού, φαγητού κ.λπ
    ※  Το ταψί έχει βγει από το φούρνο και περιμένει αχνιστό στο φορμάικα τραπέζι. Η κρεμώδης σάρκα του τρεμουλιάζει κάτω από το τραγανό φύλλο. Όμως δεν πρέπει να το αγγίξει κανείς. Ποιός κανείς; Ο μόνος κανείς εδώ είναι ο Τ. κι απαγορεύεται να φάει το γαλακτομπούρεκο. Πρέπει πρώτα να κρυώσει για να το κόψει η γυναίκα μ'ένα παλιό κουζινομάχαιρο. (Revue le courage n°2, Les salauds, εκδ. Grasset, 2016)
  2. (μεταφορικά) ο χώρος με πολύ υψηλή θερμοκρασία, καμίνι
  3. το αρτοποιείο, το κατάστημα που όχι μόνον πουλάει αλλά και παρασκευάζει ψωμί ή ψήνει και φαγητά
    Πηγαίναμε το γιουβέτσι στο φούρνο της γειτονιάς και το παίρναμε ξεροψημένο, πεντανόστιμο καθώς γυρίζαμε από το μπάνιο.
    → δείτε και τον όρο πρατήριο άρτου που εμπορεύεται ψωμί ή γλυκίσματα χωρίς να τα παρασκευάζει
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Σύνθετα

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]