φούτερ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φούτερ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Futter (φόδρα) < πρωτογερμανική *fōdrą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂- (προστατεύω)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φούτερ ουδέτερο άκλιτο
- (ενδυμασία) κολεγιακή μπλούζα, μπλούζα φαρδιά με μακριά μανίκια, από σχετικά ζεστό ύφασμα (δηλαδή όχι μακό) για αθλητικές δραστηριότητες ή πρόχειρο ντύσιμο
- τα ρούχα με κουκούλα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- φούτερ στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Δάνεια από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γερμανικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτογερμανική (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ενδυμασία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)