φούτερ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ένα γκρίζο φούτερ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φούτερ < (άμεσο δάνειο) γερμανική Futter (φόδρα) < πρωτογερμανική *fōdrą < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *peh₂- (προστατεύω)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

φούτερ ουδέτερο άκλιτο

  1. (ενδυμασία) κολεγιακή μπλούζα, μπλούζα φαρδιά με μακριά μανίκια, από σχετικά ζεστό ύφασμα (δηλαδή όχι μακό) για αθλητικές δραστηριότητες ή πρόχειρο ντύσιμο
  2. τα ρούχα με κουκούλα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]