φροντίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φροντίζω < (καθαρεύουσα) με την έννοια της δημοτικής < μεσαιωνική ελληνική φροντίζω (σκέφτομαι, μεριμνώ, μηχανεύομαι τρόπους) και περιφροντίζω < αρχαία ελληνική φροντίζω < φροντίς

φροντίζω (το φροντίζομαι δεν είναι δόκιμο)

  1. μεριμνώ, τακτοποιώ, ρυθμίζω
    φροντίζω το παιδί, το σπίτι, για την αγορά αντικειμένου (για παροχή, για κάτι προς το οποίο έχω κάποια υποχρέωση)
  2. προνοώ, παίρνω μέτρα
    φροντίζω να μην εκτεθώ, φροντίζω να μην αργώ ποτέ στα ραντεβού μου
  3. περιποιούμαι με τρυφερότητα ή με κάποιο συναισθηματικό στοιχείο ή με ειδικό τρόπο
    φροντίζω το ντύσιμο, τα μαλλιά (την εμφάνιση ανθρώπου)
    φροντίζω ασθενή (ως νοσηλευτής)
    φροντιζω τον κήπο - φροντίζω την υγεία της οικογένειας ή για την υγεία της οικογένειας (γενικά για έμψυχα ή για κάτι σημαντικό για τα έμψυχα)
  4. (δεν φροντίζω το αυτοκίνητο, ή τη βιβλιοθήκη, αλλά) φροντίζω να επισκευαστεί το ΙΧ ή φροντίζω να τακτοποιηθεί η βιβλιοθήκη

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φροντίζω < φροντίς


φροντίζω

  1. σκέφτομαι, μελετώ
    φροντίζων εὑρίσκω
  2. μεριμνώ, φροντίζω, νοιάζομαι, ενδιαφέρομαι
    εἰ σοφὸς ἀνὴρ ταφῆς φροντιεῖ
    τῶν ὑπαρχόντων φροντίζειν
    ἄλλο οὐδὲν φροντίζειν
  3. ανησυχώ
    πεφροντικὸς βλέπεις (φαίνεσαι ανήσυχος)
  4. σταθμίζω, λογαριάζω, εξετάζω
    ζητεῖν καί φροντίζειν καί βουλεύεσθαι
    ἐφρόντιζε ἱστορέων (εξέταζε, ρωτούσε, διερευνούσε, αξιολογούσε)
  5. λαμβάνω υπόψη
    οὐδὲ τῶν νόμων φροντίζουσι


Συγγενικά

[επεξεργασία]