φτύνω αίμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φτύνω αίμα < → δείτε τις λέξεις φτύνω και αίμα

Έκφραση

[επεξεργασία]

φτύνω αίμα

  1. (κυριολεκτικά) κάνω αιμόπτυση
  2. (μεταφορικά) ταλαιπωρούμαι αφάνταστα για να επιτύχω κάτι, μοχθώ υπερβολικά, δεινοπαθώ

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]