φυσώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: φυσῶ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φυσώ < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φυσῶ, συνηρημένος τύπος του φυσάω[1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /fiˈso/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φυ‐σώ

φυσώ

Συγγενικά

[επεξεργασία]

→ και δείτε τη λέξη φυσάω

  • → δείτε την κλίση στο φυσάω

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]