φωνή βοώντος εν τη ερήμω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
φωνή βοώντος εν τη ερήμω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φωνὴ βοῶντος ἐν τῇ ἐρήμῳ, βιβλική φράση
→ δείτε  φωνή, βοώντος, γενική της μετοχής βοών, εν & (δοτική) τῇ ἐρήμῳ (στην έρημο)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /foˈni voˈon.dos en‿ti‿eˈɾi.mo/

Έκφραση

[επεξεργασία]

φωνή βοώντος εν τη ερήμω

  • φωνή κάποιου που μιλάει στην έρημο, που δεν ακούει κανείς, ούτε προσέχει κανείς τι λέει
    χρειάζεται παράθεμα με χρήση σε νεοελληνικό κείμενο

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]