φωτοσοπιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φωτοσοπιά | οι | φωτοσοπιές |
γενική | της | φωτοσοπιάς | των | φωτοσοπιών |
αιτιατική | τη | φωτοσοπιά | τις | φωτοσοπιές |
κλητική | φωτοσοπιά | φωτοσοπιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φωτοσοπιά θηλυκό
- (διαδικτυακή αργκό) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του φωτοσοπιάζω
- εικόνα ή φωτογραφία επεξεργασμένη στο Φωτοσόπ
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φωτοσοπιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Διαδικτυακή αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)