φόρτι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φόρτι | τα | φόρτια |
γενική | του | φορτιού | των | φορτιών |
αιτιατική | το | φόρτι | τα | φόρτια |
κλητική | φόρτι | φόρτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φόρτι < (άμεσο δάνειο) ιταλική forte
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φόρτι ουδέτερο
- το πίσω μέρος του παπουτσιού ή το υλικό που μπαίνει σε αυτήν τη θέση.
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φόρτι
|