χαλάρωση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαλάρωση | οι | χαλαρώσεις |
γενική | της | χαλάρωσης* | των | χαλαρώσεων |
αιτιατική | τη | χαλάρωση | τις | χαλαρώσεις |
κλητική | χαλάρωση | χαλαρώσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, χαλαρώσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xaˈla.ɾo.si/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαλάρωση θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του χαλαρώνω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαλάρωση