χαλκέγχης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]χαλκέγχης,-ης, -ες (ή χαλκεγχής,-ές)
- εκείνος που έχει δόρυ, λόγχη, ξίφος από χαλκό, ο πολεμιστής
- χαλκεγχέων Τρώων (Ευριπίδης)