χαλκέντερος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]χαλκέντερος < (ελληνιστική κοινή) χαλκέντερος < χαλκός + ἔντερον
Επίθετο
[επεξεργασία]χαλκέντερος
- εξαιρετικά εργατικός, ακαταπόνητος, ακούραστος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαλκέντερος