χαλκοδαίδαλος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαλκοδαίδαλος < χαλκός + δαιδάλλω

Επίθετο

[επεξεργασία]

χαλκοδαίδαλος αρσενικό και χαλκοάρης εκτεταμένο

ὡς ὁ πῶλος χαλκοδαιδάλῳ τέχνᾳ κορωνιῶν ἕστηκε