χαμογέλιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαμογέλιο | τα | χαμογέλια |
γενική | του | χαμογέλιου | των | χαμογέλιων |
αιτιατική | το | χαμογέλιο | τα | χαμογέλια |
κλητική | χαμογέλιο | χαμογέλια | ||
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο. | ||||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /xa.moˈʝe.ʎo/ με συνίζηση -ιο
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐μο‐γέ‐λιο
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαμογέλιο ουδέτερο
- το χαμόγελο
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη χαμόγελο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαμογέλιο
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ χαμογέλιο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση που κλίνονται όπως το 'πεύκο' (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)