χαμογέλιο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χαμογέλιο τα χαμογέλια
      γενική του χαμογέλιου των χαμογέλιων
    αιτιατική το χαμογέλιο τα χαμογέλια
     κλητική χαμογέλιο χαμογέλια
Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο.
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χαμογέλιο < χαμόγελο κατά το γέλιο [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /xa.moˈʝe.ʎo/ με συνίζηση -ιο
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐μο‐γέ‐λιο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χαμογέλιο ουδέτερο

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]