χαρμοσύνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαρμοσύνη < (ελληνιστική κοινή) χαρμοσύνη, αρχαία ελληνική χαρμόσυνος < χάρμα < χαίρω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαρμοσύνη θηλυκό
- (λόγιο) η ουσιαστική χαρά, η ευχαρίστηση, η ευαρέσκεια
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαρμοσύνη
|