χαχαμητό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χαχαμητό | τα | χαχαμητά |
γενική | του | χαχαμητού | των | χαχαμητών |
αιτιατική | το | χαχαμητό | τα | χαχαμητά |
κλητική | χαχαμητό | χαχαμητά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- χαχαμητό < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χαχαμητό ουδέτερο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χαχαμητό
|