χειροκροτώ

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χειροκροτώ < χειρο- + κροτώ (μαρτυρείται από το 1856)

χειροκροτώ

  1. χτυπώ τις παλάμες των χεριών μου μεταξύ τους και προκαλώ θόρυβο με σκοπό να εκφράσω αποδοχή, επιδοκιμασία ή ενθουσιασμός για κάποιον ή κάτι
    οι θεατές χειροκρότησαν θερμά τους ηθοποιούς
  2. (συνεκδοχικά) εκδηλώνω αποδοχής, επιδοκιμασίας ή ενθουσιασμού

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]