χειρομάλαξη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χειρομάλαξη οι χειρομαλάξεις
      γενική της χειρομάλαξης* των χειρομαλάξεων
    αιτιατική τη χειρομάλαξη τις χειρομαλάξεις
     κλητική χειρομάλαξη χειρομαλάξεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, χειρομαλάξεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χειρομάλαξη < χειρο- + (καθαρεύουσα) μάλαξις[1] (μάλαξη) < ελληνιστική κοινή μάλαξις < αρχαία ελληνική μαλάσσω < μαλακός < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *mlh₂ekos < *melh₂- (μαλακός)

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /çi.ɾoˈma.la.ksi/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χει‐ρο‐μά‐λα‐ξη

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χειρομάλαξη θηλυκό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]