χελιδονόψαρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το χελιδονόψαρο τα χελιδονόψαρα
      γενική του χελιδονόψαρου των χελιδονόψαρων
    αιτιατική το χελιδονόψαρο τα χελιδονόψαρα
     κλητική χελιδονόψαρο χελιδονόψαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χελιδονόψαρο < χελιδον(ι) + -ό- + -ψαρο

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χελιδονόψαρο ουδέτερο

  1. ονομασία διάφορων ψαριών που έχουν τη δυνατότητα να πετάνε για μικρό διάστημα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας
  2. (ψάρι) (ειδικότερα) το ψάρι με την επιστημονική ονομασία: Exocoetus volitans

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]