χερμάς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
χερμάς < συγγενές του αρχαιότερου χερμάδιον, ίσως < χέραδος ή χείρ


Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

χερμάς-άδος θηλυκό

  • μεγάλο βότσαλο ή πέτρα για βολή, αλλά και γενικά πέτρες, π.χ. στην παραλία
  • τηλεβόλος χερμάς