χημείο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | χημείο | τα | χημεία |
γενική | του | χημείου | των | χημείων |
αιτιατική | το | χημείο | τα | χημεία |
κλητική | χημείο | χημεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]χημείο ουδέτερο
- εργαστήριο χημείας
- Χημείο του κράτους: κρατική υπηρεσία που επανδρώνεται από χημικούς και ασκεί εποπτεία σε επιχειρήσεις στον τομέα της αρμοδιότητάς του
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] χημείο