χιλιοτάλαντος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]χιλιοτάλαντος,ος,ον
- αξίας, κόστους χιλίων ταλάντων, γενικά πολύ υψηλού κόστους
- ἡμᾶς τὴν πόλιν καταχρυσοῦντας καὶ καλλωπίζοντας ὥσπερ ἀλαζόνα γυναῖκα, περιαπτομένην λίθους πολυτελεῖς καὶ ἀγάλματα καὶ ναοὺς χιλιοταλάντους. (Πλούταρχος, Περικλής)
- (μεταφορικά) πολύτιμος, ανεκτίμητος για ομορφιά ή και ειρωνικά